καμψάριος

καμψάριος
καμψάριος, ὁ (Α)
δούλος που φύλαγε τα ρούχα τών λουομένων στα βαλανεία, στα λουτρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. capsarius «ιματιοφύλακας» (< capsa «κιβώτιο»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καμψαρίων — καμψάριος capsarius masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καμψαρικόν — καμψαρικόν, τὸ (Α) [καμψάριος] το κάλυμμα γύρω από τη μέση, είδος «μπανιερού» που φορούσε ο καμψάριος* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”